-
1 швед
-
2 шведка
ж; м - шведη Σουηδή -
3 шведка
швед||ка«ή Σουηδή. -
4 шведка
[σβιέτκα] ουσ. θ. Σουηδή -
5 шведка
[σβιέτκα] ουσ θ Σουηδή
См. также в других словарях:
Λάγκερλεφ, Σέλμα Οτιλιάνα Λοβίζα — (Selma Ottiliana Lovisa Lagerlöf, Μέρμπακα 1858 – 1940). Σουηδή συγγραφέας. Η Λ. εμπνεόταν τα θέματα της πλούσιας λογοτεχνικής της παραγωγής από παλιές ιστορίες και οικογενειακές αναμνήσεις μύθων και θρύλων της Βέρμλαντ. Η αξεπέραστη αφηγηματική… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκριντ — (Ingrid Bergman, 1915 – 1982). Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αφού έγινε γνωστή στην πατρίδα της από μερικές ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Γκούσταφ Μολάντερ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ και… … Dictionary of Greek
Μπρέμερ, Φρεντρίκα — (Frederika Bremer, 1801 – 1865). Σουηδή συγγραφέας. Άρχισε να γράφει σε πολύ νεαρή ηλικία και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα και διακρίθηκε σε μια σειρά διηγημάτων της με τον τίτλο Εικόνες της καθημερινής ζωής… … Dictionary of Greek
Σουηδός — ο, θηλ. Σουηδή, Ν [Σουηδία] 1. ο κάτοικος τής Σουηδίας 2. αυτός που κατάγεται από την Σουηδία … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Άκεργελμ, Άννα — (Anna Akerhjelm,1642 – 1698). Σουηδή φιλόλογος και συγγραφέας. Έγραψε αξιόλογο ημερολόγιο για το ταξίδι της στην Ελλάδα κατά την περίοδο της εκστρατείας του Μοροζίνι, όταν καταστράφηκε τμήμα του Παρθενώνα (1687). Ενδιαφέρουσες είναι και οι… … Dictionary of Greek
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκέρινγκ, Χέρμαν — (Hermann Göring, Ρόζενχαϊμ 1893 – Νυρεμβέργη 1946). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε οικονομικά στο Μόναχο και υπηρέτησε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1921 προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα και έγινε γρήγορα ένας από τους ηγέτες του. Αφού… … Dictionary of Greek
Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… … Dictionary of Greek
Κρουζενστιέρνα, Άγκνες φον- — (Agnes von Krusenstjerna, Βέξιε 1894 – Στοκχόλμη 1940). Σουηδή συγγραφέας. Έπασχε από κληρονομικές ασθένειες, που την ανάγκαζαν να υφίσταται μακροχρόνιες περιόδους θεραπείας σε ψυχιατρικές κλινικές. Η συγγραφική της δραστηριότητα στράφηκε στην… … Dictionary of Greek